Devoured
Πώς γίνεται να… καταβροχθίσεις τον εαυτό σου;
Devoured (2012). Κάποιες σκέψεις…
Βέβαια, επειδή είμαστε –αλίμονο – ‘ψαγμένοι’ και ‘περπατημένοι’, δεν καταλαβαίνουμε απ’αυτά και δεχόμεθα ευχαρίστως την πρόκληση – πρόσκληση. Θέλεις φίλε μου να χωθούμε στα μονοπάτια του κλειστοφοβικού κόσμου σου; Οκ… μαζί σου… αλλά να μας υποσχεθείς ότι θα αξίζει ο κόπος… μην τελέψει δηλαδή το θέαμα και ξυνόμαστε και αναρωτιόμαστε γιατί δεν είδαμε το ματς στο άλλο καναλάκι…
Αυτό που μερικές φορές αρκεί, είναι απλά ένα πρόσωπο… το πρόσωπο… και στην περίπτωση του κ. Greg Olliver και της δημιουργίας του, αυτό ευρέθη και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Η Marta Milans. Κι αυτή είναι η αρχή, η μέση και το τέλος. Η πάνω και η κάτω διάσταση, ο χρόνος και ο τόπος ακόμη. Διότι μπορεί όλα να εκτυλίσσονται στο στενόχωρο Restaurant Francais σε κάποιο δρόμο του Μανχάταν, όμως ο πραγματικός τόπος όπου τα δρώμενα λαμβάνουν χώρα, γεννιούνται και πεθαίνουν, είναι ο εσωτερικός κόσμος, το μυαλό και η ψυχή της πρωταγωνίστριας. Κι όλα αυτά πρέπει να φαίνονται στο πρόσωπο.
Αυτά είναι πράγματα ωραία και αν μου αρέσουν αυτές οι τόσο ‘μονόχνωτες’ ταινίες είναι το ότι με αναγκάζουν να βιώσω μαζί με την πρωταγωνίστρια τα ζόρια της, τις χαρές της, τη θλίψη της και τη μοναξιά της. Είπαμε, αν ο σκηνοθέτης κατέχει το άθλημα. Διαφορετικά…
Η Lourdes (Marta Milans) έχει το πρόσωπο. Ναι, το έχει. Έχει τις εκφράσεις, το άδειο, το γεμάτο, το πλήρες, το απεγνωσμένο, το φρικώδες, το τρελό, το μοχθηρό, το πονεμένο… και το λάγνο ακόμα. Δηλαδή είναι ένα όμορφο, δυνατό, ενδιαφέρον πρόσωπο με πολλές γωνίες, με πολλές αναγνώσεις, καθόλου βαρετό. Το χειρότερο σε κάθε τι είναι να βαριέσαι. Έτσι δεν είναι;
Η Μεξικάνα Lourdes δεν ζει μια χαρούμενη ή έστω μια σχετικά ήρεμη ζωή. Βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια αφιλόξενη πόλη, σε ένα εχθρικό και βίαιο εργοδοτικό περιβάλλον, σε μια ρουτινιάρικη, άθλια καθημερινότητα που δεν της δίνει καμιά ευχαρίστηση, καμιά διέξοδο. Όμως όλα αυτά δεν γίνονται παρά για έναν σκοπό. Να βοηθήσει το βαριά άρρωστο παιδί της που υπεραγαπά. Να μαζέψει τα απαιτούμενα χρήματα για μια καθοριστική επέμβαση.
Η μετανάστρια από το Μεξικό με την εξοντωτική της εργασία στο εστιατόριο, μαζεύει και τη δεκάρα για να βοηθήσει το γιό της κι αυτό την κρατά όχι μόνο ζωντανή αλλά και λογική. Ο προσανατολισμός αυτός είναι από κάθε άποψη τρομακτικός. Όχι μόνο γιατί μια ανηδονική ζωή που έχει έναν και μόνον στόχο, όσο ιερός κι αν είναι αυτός, σε αποχυμώνει ψυχικά και συναισθηματικά, αλλά γιατί, στο μυαλό του σεναριογράφου Marc Landau και του σκηνοθέτη Greg Olliver, η συγκεκριμένη γυναίκα χωρίς να το καταλαβαίνει (;) βυθίζεται σε μια ενδοχώρα με παραισθητικά φαινόμενα και διανοητικές ανισορροπίες που κάνουν την όλη διαδρομή στα όρια του εκτροχιασμού… κι αυτό το αφηγείται ο σκηνοθέτης με απλότητα και ηρεμία, σε ρυθμούς αργούς που σε κάνουν να αναρωτιέσαι –για μια ταινία θρίλερ – τρόμου – ‘πότε θα ξεκινήσει η δράση;’
Η αλήθεια είναι πως η ταινία σε αποζημιώνει απότομα.
Αν έχεις την υπομονή να περιμένεις και την εσωτερική ησυχία να την παρακολουθήσεις χωρίς περισπασμούς. Εδώ πρόκειται για εσωτερική δράση, πρώτιστα. Άρα, απαιτείται υπομονή.
Δεν θα γράψω περισσότερα γύρω από την δυνατή ανατροπή που σε αιφνιδιάζει στα τελευταία είκοσι λεπτά. Με ενδιαφέρει περισσότερο αν γεννιέται ένας επόμενος στοχασμός από κάθε τι που βλέπω.
Κι εδώ είναι το ερώτημα που έθεσα εξ αρχής: Πώς γίνεται να καταβροχθίσεις τον εαυτό σου;
Και γιατί το κάνεις;
Γιατί και πότε επιχειρείς να το κάνεις;
Πρώτα απ’όλα μια ενδιαφέρουσα και αναγκαία διευκρίνιση: εδώ μιλάμε για καταβρόχθιση δεν μιλάμε για αυτοκτονία. Όταν επιχειρείς να καταναλώσεις βίαια τον εαυτό σου δεν το κάνεις γιατί θέλεις να αυτοκτονήσεις. Και ο φυσικός φορέας δεν συμμετέχει πρωτογενώς στην τελετουργική… βρώση. Αυτό που συμμετέχει είναι το συναίσθημα και όλο το περιεχόμενο του βίου. Αυτό που είναι ο βίος για σένα και το πώς νιώθεις γι αυτό. Το πώς νιώθεις γι αυτό όμως δεν είναι μια απλή υπόθεση. Είναι στην ουσία η απάντησή σου στο πρωτεϊκό και πρώτο ερώτημά σου. Άρα το να καταβροχθίσεις τον εαυτό σου σημαίνει να εξαλείψεις μαζί με τα ενοχλητικά ερωτήματα και τις πηγές δυστυχίας που όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, ταυτίζονται στην περίπτωσή μας, με τον ψυχικό, πνευματικό και τελικά και τον φυσικό σου φορέα. Δηλαδή με σένα. Πρώτα όμως υπάρχουν άλλα στάδια. Δεν θα τα αποκαλύψω γιατί αυτό θα πρόδιδε και το αποκορύφωμα της ταινίας. Το ταξίδι είναι μια κατάβαση σε πολύ σκοτεινά δωμάτια του είναι. Κι αυτό για μένα αποτελεί το κλειδί της ταινίας. Ο λόγος για τον οποίο θυμάμαι την ταινία. Ο λόγος που με απασχόλησε που γέννησε στοχασμούς.
Και τελικά… το εστιατόριο, το φαγητό, ο τόπος που γίνεται τρόπος… ο τρόπος που τρώμε… όχι μονάχα το μαγειρεμένο ή ωμό φαγητό μας. Αλλά ο τρόπος που καταβροχθίζουμε τον... μαγειρεμένο ή ωμό… εαυτό μας.