To The Wonder

 

To the Wonder (2012)

 

Τι είναι αυτή η αγάπη

που μας αγαπάει;

που έρχεται από το πουθενά

κι από παντού;

Ο ουρανός

Εσύ, σύννεφο

κι εσύ μ’αγαπάς…

 

Βλέπω τον ‘κέρσορα’ ν’αναβοσβήνει στη λευκή οθόνη του κειμενογράφου και σκέφτομαι… σκέφτομαι από πού ν’αρχίσω, γιατί ν’αρχίσω από κει κι όχι από κάπου αλλού… πώς να περιορίσω κάτι που δεν αποτολμά ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης να κάνει; Να περιορίσει τη ζωή δηλαδή, να της δώσει ‘αρχή, μέση και τέλος’ όπως μας έλεγαν στο σχολείο πως πρέπει να έχει κάθε αξιοπρεπές ανθρώπινο δημιούργημα… Ποια αρχή, ποια μέση και ποιο τέλος; Στις ταινίες του Terrence Malick αυτές οι συμβάσεις μοιάζουν με βλασφημία –και δεν διαλέγω τυχαία τη λέξη… και αλήθεια, πώς να ορίσεις την αρχή στη βροχή; στη ροή του ποταμού; στο ταξίδι των σύννεφων, στον έρωτα, στο φως… στη ζωή εν τέλει, στην ίδια τη ζωή; Κι όλοι εμείς οι ‘γραφιάδες’ που μόλις σκαρώσουμε ένα διήγημα ή ένα ποίημα φουσκώνουμε με οίηση πως κάτι καταφέραμε, έχουμε αναρωτηθεί πως αυτό που παλεύουμε να πιάσουμε είναι ο άνεμος; Ο άνεμος ‘που δεν βλέπεις από πού έρχεται και που πηγαίνει’ καθώς θα έλεγε και ο Ναζωραίος στον αποσβολωμένο γερο-Νικόδημο. Πως αυτό που πασχίζουμε να γραπώσουμε στα θνητά μας ‘χέρια’ είναι ροές αθανασίας; Ροές φωτός και χρόνου και αγάπης και πόθου και… και… Για κάποιους ιδιαίτερους ανθρώπους βέβαια, τούτο το στοίχημα έχει λυθεί προ πολλού… Ένας απ’αυτούς είναι και ο σκηνοθέτης – δημιουργός αυτής της όμορφης περιπέτειας που δεν έχει συμβατική αρχή ούτε τέλος, μονάχα μια αδιάκοπη ροή εικόνων, κίνησης, συναισθημάτων, μια συνεχής, ατελεύτητη ροή… που ίσως κάποια στιγμή να κουράζουν, να μοιάζουν με μια βασανιστική επανάληψη της ίδιας αρχικής σύλληψης μονάχα σε άλλα τοπία, σε δωμάτια σπιτιών, σε δρόμους, σε εκκλησίες, πάλι σε σπίτια, πάλι σε δρόμους, σε πρόσωπα, σε εκφράσεις, σε κινήσεις χεριών, ερωτικές περιπτύξεις, χορευτικές φιγούρες, χαμόγελα, παιγνίδια, απλές καθημερινές χειρονομίες…

Μα, αυτό ακριβώς έκανε και ο κέρσορας στην οθόνη και με υπνώτιζε… έκανε αυτό που είναι ‘σχεδιασμένος’ να κάνει… να χορεύει… να αναβοσβήνει περιμένοντας… μονότονα περιμένοντας το άσπρο φόντο να γεμίσει κάποιες σκέψεις ενός ανθρώπου για μια ταινία που μόλις είδε και που τον γέμισε νέες σκέψεις, εικόνες, ροή… μέσα στη ροή… εμείς μέσα στους άλλους, εκείνοι μέσα μας… ούτε αρχή, ούτε μέση, απλά κάποτε ένα τέλος… κάποτε…

Σε μια αρκετά παλιότερη ανάρτησή μου (στο ιστολόγιό μου https://nimertis.blogspot.gr/είχα αναφερθεί με πολύ συντομία στην προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη, Το Δέντρο της Ζωής. Η αλήθεια είναι πως μου είχε κάνει εξαιρετική εντύπωση η γραφή του, η αισθητική του, οι εκπληκτικές μουσικές του επιλογές που μαζί με την εξίσου μοναδική φωτογραφία σε καθηλώνουν. Μπορεί ενδιάμεσα, καθώς παρακολουθείς – μάλλον θα έλεγα, καθώς ‘βουτάς’ κι εσύ στο ποτάμι αυτής της ροής της ταινίας – να ανακύπτουν αντιρρήσεις, ενστάσεις, ιδεολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Αλλά είναι αυτό μείον; Ή μήπως να το χαιρετίσει κανείς ως συν; Δεν είναι ‘συν’ το ότι κάτι που βλέπεις σε απασχολεί, σε ενδιαφέρει, σε θυμώνει ίσως κάπου, κάπου αλλού σε γοητεύει, σε παίρνει μαζί του; Το ίδιο συμβαίνει και σε τούτη την – προσωπικά θα έλεγα ομορφότερη – ταινία του Μάλικ. Από την αρχή ως το τέλος, βρίσκεσαι σε ένα συνεχές ταξίδεμα… εξωτερικό και εσωτερικό. Με απλή αφορμή μάλλον τους ηθοποιούς και μια υποτυπώδη σεναριακή ώθηση, ο σκηνοθέτης καταγράφει κύκλους, ομόκεντρους, τεμνόμενους, ασύμπτωτους, επάλληλους… και θα έλεγα πως χρησιμοποιεί δυο βασικούς άξονες ‘αφήγησης’… ο ‘ανθρώπινος’ άξονας μέσα από τη φωνή της Όλγας Κιριλένκο (στα γαλλικά) και ο ‘θεϊκός’ άξονας μέσα από τα συνεχή ερωτήματα και τον διάλογο με Εκείνον από το αντίστοιχο voice-over του Χαβιέρ Μπαρδέμ (στα Ισπανικά). Δεν λείπουν και άλλων οι σκέψεις που τις ακούμε βλέποντας την συνεχή εναλλαγή εικόνων… Και νομίζω πως ο σκηνοθέτης που επιμένει σ’αυτή την… πολυαξονική αφήγηση πετυχαίνει αυτό που η κλασική υποκριτική δεν μπορεί. Οι εξωτερικευμένες σκέψεις έχουν μια ζεστασιά και μια αμεσότητα που σε κερδίζει και ταυτόχρονα μια ποιητικότητα που δένει απόλυτα με τη γραφή του Μάλικ. Ταυτόχρονα, ο Βάγκνερ, ο Ραχμάνινοφ, ο Ντβόρζακ, ο Τσαϊκόφσκι, ο Λούπικα και πολλοί άλλοι, δημιουργούν τον ιδανικό ‘βιότοπο’ για την κινηματογραφική κοσμολογία του Μάλικ.

Αν θέλει κανείς δυο λόγια για την υπόθεση… Ο Μπεν Αφλεκ (που σε όλη την ταινία παραμένει σχεδόν άφωνος) και η πραγματικά πολύ όμορφη Όλγα Κιριλένκο (μαζί με το μικρό της κοριτσάκι από έναν αποτυχημένο γάμο) ξεκινούν το ταξίδι τους στο μαγευτικό Mont Saint-Michel και ερωτευμένοι βρίσκονται στην μικρή επαρχιώτικη πόλη Bartlesville της Οκλαχόμα για να αρχίσουν τη ζωή τους. Εκεί σιγά σιγά αρχίζει η φθορά, οι συγκρούσεις, η απιστία, η απομάκρυνση… δεν έχει και τόση σημασία ούτε καν η εξέλιξη της υπόθεσης… παράλληλα η κάμερα ακολουθεί και τον ιερέα Μπαρδέμ, περισσότερο μέσα από τις σκέψεις του και τη συζήτησή του με το Θεό…

Είναι έντονη η χριστιανική προβληματική του Μάλικ και στην προηγούμενη ταινία και ίσως ακόμη περισσότερο σ’αυτήν – άλλωστε και ο τίτλος ‘φωνάζει’. Κάποιοι δυσφορούν, κάποιοι αισθάνονται πως ο σκηνοθέτης κάνει ως και έναν έμμεσο ‘προσηλυτισμό’… είναι εντελώς άστοχες αυτές οι κατηγορίες γιατί ναι μεν ο άξονας της χριστιανικής πίστης είναι ο κυρίαρχος αλλά δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει υψηλό καλλιτεχνικό αποτύπωμα και πολύ εκλεπτυσμένη και ποιητική, κάποιες φορές ονειρική σχεδόν ‘ματιά’ που δεν προσβάλει κανέναν και δεν επιθυμεί να προπαγανδίσει τίποτε. Τουλάχιστον εμένα δεν με ‘ζόρισε’ σε κανένα σημείο, δεν με ενόχλησε, δεν με πείραξε. Όταν κάτι έχει υψηλή αισθητική και ο στοχασμός είναι βαθύς και ουσιώδης, δεν μπορεί παρά να σε ενδιαφέρει, ακόμα κι αν είναι σε ένα ‘σύμπαν’ που δεν σου είναι απόλυτα οικείο… ή έτσι νομίζεις τουλάχιστον.

Κι άλλωστε, από μια άποψη, χαίρομαι που ο σκηνοθέτης είναι συνειδητά και με εξωστρέφεια χριστιανός και δεν προσπαθεί να το καλύψει ούτε να το κρύψει. Όπως ακριβώς όταν βλέπει κανείς μια ταινία ενός ινδουιστή ή ενός μουσουλμάνου δεν αναρωτιέται για τις αναφορές στην πίστη τους, στις γραφές τους, στην αισθητική τους, στο όλο πολιτισμικό τους φορτίο που μοιραία επηρεάζει τη γραφή τους, έτσι κι εδώ, το ταξίδεμα είναι πολύ πιο δυνατό από τις ταυτότητες και τα διαβατήρια…

Και αξίζει τον κόπο να αφεθεί κανείς… με την καρδιά ορθάνοιχτη και το νου σιωπηλό…

 

 

 

https://aream-nimertis.blogspot.gr/2013/05/to-wonder_14.html