Post Mortem

 

Post Mortem (2010)

O Mario Cornejo είναι νεκρός. Είναι νεκρός και δεν το γνωρίζει. Το αισθάνεται, το νιώθει όπως τη νοσηρή αύρα του νεκροτομείου που εργάζεται αλλά δεν το έχει συνειδητοποιήσει στην τρομακτική του ολότητα. Όμως έρχεται, όπως γίνεται με όλους, κάποια στιγμή που το συνειδητοποιεί. Το συνειδητοποιεί τη στιγμή που αντικρίζει την Nancy Puelma την γειτόνισσά του. Είναι η στιγμή που αναστατώνεται όλη η ύπαρξή του και αποκτά, αίφνης νόημα και σκοπό. Αυτός, ένας ζωντανός νεκρός, δίπλα στους άλλους νεκρούς που προσποιούνται τους ζωντανούς αλλά και τους αληθινά νεκρούς που δεν έχουν ανάγκη να προσποιηθούν πλέον τίποτε, ερωτεύεται και αποφασίζει να ζήσει. Πώς; Με το αντικείμενο του πόθου του βέβαια. Μονάχα που εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο πλανήτη. Ή μάλλον, βρίσκεται σε ένα θλιβερό μεταίχμιο. Ένα μεταίχμιο από ένα ένδοξο κάποτε σε ένα άδειο αύριο. Ενδιάμεσα υπάρχει ένα ποταπό παρόν, ένα τιποτένιο παρόν που δεν έχει συντεταγμένες δράσης παρά μονάχα θλίψη. Είναι μια αρτίστα, μια αληθινή καλλιτέχνις όμως είναι στη δύση της και όλο τούτο την γεμίζει με ένα βαρύ, πηχτό και πικρό συναίσθημα. Όταν δέχεται το φλερτ του γείτονά της, υπαλλήλου του νεκροτομείου, ανταποκρίνεται χλιαρά, χωρίς κανένα ενθουσιασμό, στην ουσία τον χρησιμοποιεί ως μια πρόσκαιρη διαφυγή.

Και υπάρχει το Σαντιάγο και η Χιλή του 1973 ολόγυρά τους. Μια πόλη και μια χώρα σε αναβρασμό, μονάχα λίγες μέρες πριν την ανατροπή του σοσιαλιστή προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε από τον Αουγκούστο Πινοσέτ. Οι φίλοι της Πουέλμα είναι κομμουνιστές και οργανωμένοι στο κόμμα, μετέχουν στις πολιτικές ζυμώσεις, φλέγονται από τις ιδέες τους και νοιάζονται για το αύριο της χώρας τους. Όχι όμως ο δημόσιος υπάλληλος Μάριο Κορνιέχο με την άνυδρη ζωή, το στεγνό ύφος και τη λιτή, σχεδόν ασκητική ζωή του. Ούτε και η ίδια η Πουέλμα έχει δώσει την ψυχή της στις επαναστατικές ιδέες όπως οι δικοί της.

Οι δυο μοναχικοί άνθρωποι με την έντονη εσωτερική σιωπή, τη βαθιά θλίψη και τα σκοτεινά χαμόγελα που μοιάζουν μάσκες στα πρόσωπά τους, δημιουργούν μια σχέση, ένα χαλαρό δεσμό. Όμως ο Κορνιέχο είναι ερωτευμένος με την Πουέλμα ενώ εκείνη όχι. Κι αυτό δοκιμάζεται αμέσως μετά το ξέσπασμα του πραξικοπήματος του Πινοσέτ.

Είναι η αλήθεια πως ενώ ο ρυθμός της ταινίας του Pablo Larraín ως εκείνο το σημείο είναι αργός και μάλλον άνευρος (χωρίς να χάνει δύναμη η αφηγηματική ροή) ξαφνικά αποκτά μια μεγαλύτερη ζωντάνια και η ταινία κάποια σχετική δράση.

Το πραξικόπημα επιβάλλεται, επιτυγχάνει τους στόχους του. Νέα πολιτική πραγματικότητα. Ζοφερή και κτηνώδης αλλά απαιτείται προσαρμοστικότητα και για έναν δημόσιο υπάλληλο δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ο Κορνιέχο είναι ένας ευσυνείδητος υπάλληλος και θα εκτελέσει το καθήκον του ακόμα και όταν κληθεί να συμμετάσχει στην αυτοψία της σωρού του ίδιου του Αλιέντε! Μια στιγμή από τις καλύτερες στην ταινία.

Τι γίνεται όμως με την Πουέλμα και τους συντρόφους της; Εκεί Ο Κορνιέχο θα δοκιμάσει νέες εμπειρίες, ανάμεσα σ’εκείνον και την αγαπημένη του θα εμπλακεί ένα τρίτο πρόσωπο, η καταθλιπτική γειτόνισσά του θα τον φέρει σε μια πρωτόγνωρη εσωτερική δοκιμασία. Και το τέλος αιφνιδιάζει, θετικά ή αρνητικά, όπως το πάρει κανείς.

Αναρωτήθηκα πώς θα συνέχιζα εγώ την ταινία αν θα έπρεπε να το κάνω ως άσκηση… Και πώς θα συνέχιζε ο Κορνιέχο τη ζωή του;

Οι νεκροί ολόγυρα στη δουλειά του, ολόγυρα στον πολιτικό περίγυρο, υποκρίνονται θαυμάσια τους ζωντανούς. Από τι να πιαστεί κανείς; Από τις ιδέες ίσως… Από τα χαμόγελα σε πρόσωπα πελιδνά, σε ζωές αναιμικές. Ίσως…

Αλλά το σφρίγος ζει και δικαιώνει την αυτόνομη πραγματικότητά του στην εσωτερική εντατική φαντασιακή κατάσταση που ο σκηνοθέτης επιστρατεύει για να μην ξεχνά κανείς πως, τελικά, έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινα πλάσματα.

Τραγικά στο μεγαλείο τους.

Φωτεινά στην εωσφορική τους πτώση.

Και μέσα στην αφόρητα προβλέψιμη ζωή τους, ήρωες και αντι-ήρωες εκπλήσσουν με το επόμενο βήμα τους.

Στο γκρεμό, τον αφανισμό, την αυτανάφλεξη, το θάνατο. Ή τη σιωπή… πίσω από και μέσα σ’ένα ζωντανό τάφο. Ή σ’ένα νεκρό πρόσωπο… σ’ένα νεκροτομείο στο κέντρο της πόλης… ή μια πόλη στο κέντρο ενός νεκροτομείου…

Να πως θα συνέχιζε ο Κορνιέχο τη ζωή του…