Kommunist

 

Kommunist (1958)

Η Ζαγκόρα καίγεται. Ο εμφύλιος μαίνεται και ο κόσμος λιμοκτονεί. Όλα πάνε στραβά και η απελπισία έχει γίνει ζωνάρι θανάτου στις ψυχές περισσότερο από την πείνα στα στομάχια. Οι άνθρωποι πολλοί, τα μάτια στην απόγνωση, τα πόδια γυμνά, τα κορμιά ξυλιασμένα. Η επανάσταση κρέμεται από μια κλωστή. Πάντα οι επαναστάσεις κρέμονταν από κλωστές που ήταν έτοιμες να κοπούν κι από ψυχές που ήταν έτοιμες να σπάσουν. Όμως βαθιά μέσα στο απόλυτο τίποτα υπάρχουν πυρήνες φωτός. Αυτό το παράλογο και υπέρ-λογο φως των παλαβών αυτού του κόσμου που σαν τον Ηρακλή, τον Προμηθέα και τον Άτλαντα πήραν το πεπρωμένο όλης της ανθρωπότητας στις πλάτες τους. Ήρωες που ονειρεύτηκαν σαν άνθρωποι. Άνθρωποι που αποθεώθηκαν σαν Ήρωες.

 

Ας προσπαθήσει να δει κάποιος τούτη την παλιά ταινία έξω από ιδεολογικές δεσμεύσεις. Πέρα και μακριά από προσανατολισμούς και αγκυλώσεις. Όσο μπορεί. Γιατί είναι δύσκολο. Ας προσπαθήσει να είναι ακόμη επιεικής. Περισσότερο με όσα κρύβονται παρά με όσα φαίνονται. Με όσα υπονοούνται παρά με όσα καταγράφονται. Γιατί έτσι ζούμε κι έτσι πεθαίνουμε όλοι. Σε κάθε γενιά, σε κάθε εποχή, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Με όνειρα, ψευδαισθήσεις, υποσχέσεις, ματαιώσεις. Με ηρωισμούς, υπερβάσεις, μικρότητες και φθόνους. Με κτηνώδεις δυνάμεις και θλιβερές αδυναμίες. Όσο γερές πλάτες έχει ο Βασίλι Γκουμπάνοφ που κόβει τα δέντρα μόνος του για να προμηθεύσει το σταματημένο τρένο που κουβαλάει ψωμί για τους πεινασμένους άλλο τόσο ευάλωτος είναι στον αμαρτωλό έρωτά του για μια παντρεμένη γυναίκα που τον αναστατώνει σε όλα τα επίπεδα. Όσο υψιπέτης αετός είναι στο στερέωμα του νέου κόσμου που οικοδομείται με χέρια και με ανάσες και με πείνα και με πείσμα εξωανθρώπινο, άλλο τόσο γυμνός και ανυπόδητος γυρίζει ανάμεσα στην κακία των συνανθρώπων του που δεν αντέχουν κανέναν να ξεχωρίζει από τη μετριότητα της ανωνυμίας και της αφάνειας.

Όμως ο κόσμος δεν αλλάζει από τους μέτριους. Ποτέ δεν έγινε αυτό. Ο κόσμος δεν αλλάζει από τους χλιαρούς, τους συνηθισμένους, τους ‘νορμάλ’, τους ‘τακτοποιημένους’. Ο κόσμος αλλάζει μονάχα από τους τρελούς, τους διωγμένους, τους εσταυρωμένους, τους αλλόκοτους.

Αυτούς που ανεβαίνουν κάθε μέρα στο Γολγοθά του είναι τους για να είναι μάρτυρες της μεγαλύτερης μοναξιάς που μπορεί ν’αντέξει ο άνθρωπος. Εκείνης που βιώνει στην αυτοθέλητη εξορία του ο ακέραιος, ο σαλός και ο απόλυτα ερωτικός εαυτός μας…