A Quite Passion

 

A Quite Passion (2016)

 

[Κάποιες σκέψεις με αφορμή την ταινία για την Έμιλι Ντίκινσον]

 

Είναι τρομακτικό και γι αυτό αληθινό. Ένας άνθρωπος μπορεί να πετάξει σχεδόν στα σκουπίδια τη ζωή του, όταν έρθει η ‘στιγμή’ όμως, θα κάνει ό,τι μπορεί για την επιβίωσή του. Κι αυτό το ‘ό,τι μπορεί’ αποδίδει στην κυριολεξία το νόημα της διατύπωσης. Από την άλλη ίσως όχι. Γιατί σε μια τέτοια περίσταση, απειλή ή κίνδυνο, ο άνθρωπος θα κάνει και ό,τι δεν μπορεί

Ποια είναι η διάσταση; Υφίσταται πραγματικά μια οντολογική διάσταση, μια υπαρξιακή διάσταση ανάμεσα στη ζωή και την επιβίωση; Αναρωτιέμαι και καταφάσκω την ίδια στιγμή.  Οι άνθρωποι, κάποιες φορές δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη ζωή τους αλλά μάχονται μέχρι θανάτου για να ‘κρατηθούν’ σ’αυτή προ των πυλών του αφανισμού, του εκμηδενισμού. Ο επικείμενος μηδενισμός όμως δεν νοηματοδοτεί ‘όσα έζησα’. Και οι πράξεις στις οποίες θα περάσω, τα μέσα που θα μετέλθω, δεν δικαιώνουν τίποτα ‘από όσα έζησα’. Όλα τούτα είναι αμπελο-βιοφιλοσοφίες Κυριακάτικου απογεύματος σε παραλιακή καφετέρια με πλαστικές καρέκλες. Όλα τούτα αποδεικνύουν πως ο άνθρωπος και η ‘ζωή’ του είναι η μεγαλύτερη σουρεαλιστική συνθήκη του σύμπαντος.

Ναι. Ο απόλυτος σουρεαλισμός, ένα συμπαντικό ‘τρολάρισμα’, μια χονδροειδής κοσμική φάρσα. Κι όμως, από την άλλη, μια ‘σπλαχνική’ θέαση του όντος αυτού που στέκει στα δυο ποδάρια του και μεγαλαυχεί, χιλιάδες χρόνια τώρα, πεισματικά και απροσκύνητα, μαλακώνει την αυστηρότητα του ισχυρισμού και χρωματίζει πιο ζεστά το κωμικοτραγικό της όλης υπόθεσης, της ιδιαίτερης αυτής συνθήκης, της μοναδικής αυτής συνθήκης. Γιατί ο άνθρωπος είναι άξιος περισσότερο συμπόνιας παρά κρίσης. Ακόμη και στην ελεεινότερη πλευρά του φάσματος. Έτσι κι αλλιώς, όσο δυνατά κι αν φωνάζει δεν τον ακούει σχεδόν κανείς. Ίσως μονάχα ο εαυτός του. Κι όσο ψηλός και αγέρωχος κι αν φαντάζει, μέσα στη σπηλιά εγκαταβιεί… εκεί γεννιέται κι εκεί ξεψυχά. Ώστε ποιος ο λόγος να τον σταυρώνουμε;

Τον αντίλογο πάει να πει σε όλο τούτο τον επιστρέφει η ίδια η ζωή. Ποτέ μονοσήμαντα, ποτέ μονοδρομικά, ποτέ μονοδιάστατα. Είναι αυτή η μεγαλειώδης κρυπτική αξιοπρέπεια των αληθινά μεγάλων. Όλων αυτών που μεταβολίζουν το ταπεινό της επιβίωσης στο υψιπετές της ζωής. Όλων εκείνων που βύζαξαν το αρχαιώνιο γάλα του Αχανούς και δεν φοβήθηκαν ούτε το μάταιο ούτε το παράλογο ούτε το αδιέξοδο του βίου. Όλων εκείνων που ρούφηξαν το θάνατο για να μην… δηλητηριαστούν από ζωή…

Όλοι αυτοί είναι αδελφοί μας που θυσιάστηκαν για να περάσουμε εμείς. Είναι οι φύλακες των περασμάτων, των κατωφλίων, των στενών. Όλοι αυτοί είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες, οι σιγηλοί ήρωες, οι κεκρυμμένοι μάχιμοι, οι πρωτοστάτες, οι ιχνευτές, οι ακρίτες. Όσο μακρινότερα τα φυλάκια τόσο ιερότερο το βλέμμα. Όσο πιο αφιλόξενοι οι τόποι, τόσο πιο ακλόνητο το φρόνημα. Όσο πιο αχαρτογράφητος ο ωκεανός τόσο πιο ατρόμητος ο εξερευνητής, ο τολμητίας, ο ‘τρελός’…

Βλέποντας την ταινία, γνωρίζοντας κάποια πράγματα, στοχαζόμενος πολλά περισσότερα, υποκλίνομαι στους ποιητές που αρνήθηκαν σχεδόν τα πάντα εκτός απ’την ψυχή τους. Υποκλίνομαι σε κείνους που ‘γνωρίσαμε’ μετά γιατί στο τότε εκείνοι εργάζονταν μόνοι ανοίγοντας τους δρόμους για να βαδίσουν οι επόμενοι. Οι αχάριστοι, οι άξεστοι, οι υλόφρονες επόμενοι. Όλοι οι επόμενοι, δεν έχει σημασία. Και υποκλίνομαι στους αδελφούς της αλύσου που δεν σταμάτησαν να κρατούν τις δάδες αναμμένες, το βλέμμα στο στερέωμα, την καρδιά ζεστή και την ύπαρξη ακέραια.

Γιατί τι είναι ο αληθινός ποιητής αν όχι ένας μοναχικός πολεμιστής στα κρυφά περάσματα της ύπαρξης; Τι είναι ο αληθινός ποιητής αν όχι ο ανέστιος οδοιπόρος, ο παρεξηγημένος σαλός, ο μυστικός τροβαδούρος, ο ανώνυμος μύστης της ύπαρξης; Αν το έργο του ‘αναγνωρίζεται’ από κάποιους ή όλους, από εμάς ή τους επόμενους, πόση σημασία έχει;

Ο αληθινός ποιητής δεν ζει για τον καιρό του, για τους συγχρόνους του, για την δικαίωσή του. Σμιλεύει τον Άνθρωπο όλων των εποχών, λαξεύει την ατραπό όλων των διαστάσεων, θλίβεται για όλους, πονά για όλους, αγωνιά για όλους…

Με μια πικρή έννοια, ζει για όλους και πεθαίνει για όλους…

Και αν έρθει κάποιο μελαγχολικό απόγευμα ένας στίχος ή ένα παλιό τραγούδι, σαν αύρα δροσερή και πάρει λίγη από τη φωτιά της μάχης απ’το μέτωπό σου, να ξέρεις, είναι η ανάσα ενός αδελφού μας που σε σπλαχνίστηκε και ήρθε να σε ανακουφίσει.

Γιατί στη μάχη σου είδε τη δική του μάχη.

Γιατί στη φωτιά σου ένιωσε τη δική του πύρα.

Γιατί στο πρόσωπό σου είδε το δικό του… και ρίγησε…