Salò… στα βήματα του σκοτεινού Μαρκησίου…

 

Ακόμα και τα πιο περίεργα πάθη

προέρχονται από τη βασική αρχή της φινέτσας

Ναι, γέροι κωλομπαράδες!

Είναι θέμα φινέτσας!

 

 

Αρχές της δεκαετίας του ‘80… στο μικρό, ζεστό και φιλόξενο σινεμαδάκι Ζέα που φαίνεται πως ήταν περισσότερο τολμηρό απ’όσο πιστεύαμε… Καμιά 15αριά θεατές όλοι κι όλοι… κι εμείς οι τρείς… ο Κώστας, ο Δημήτρης κι εγώ… στην αρχή εκείνοι νόμιζαν πως έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη πολιτική ταινία με ολίγη τσόντα που πάντα προσθέτει και ποτέ δεν αφαιρεί… οι άλλοι αυτό πίστευαν, εγώ ήξερα… και περίμενα να δω το τέρας να ζωντανεύει στην παραλληλόγραμμη οθόνη…

Στο τέλος του Κύκλου της Μανίας από τους περίπου είκοσι συνολικά που είχαμε απλωθεί στην αίθουσα, έχουν παραμείνει σχεδόν όλοι αν και δυσφορούντες… Οι δυνατές αποχωρήσεις αρχίζουν στον Κύκλο των Κοπράνων… εκεί τα πράγματα δεν σηκώνουν αστεία και οι ευελιξίες των θεατών αποτυγχάνουν να περάσουν κι αυτό το crash test… Μια κοπέλα αποχωρεί τρέχοντας, βρίζοντας το αγόρι της και κρατώντας το στομάχι της… Ένας άλλος απευθύνεται στο διπλανό του σοκαρισμένος: «τι βλέπουμε ρε μαλ… πολύ σκατό ρε π… μου!»

Μέχρι το τέλος του Κύκλου του Αίματος και της ίδιας της ταινίας, έχουμε παραμείνει τρεις άνθρωποι στο σινεμά… ο ένας από τη δική μας παρέα δεν άντεξε επίσης και αποχώρησε ρίχνοντάς μου δολοφονικές ματιές… ματιές που σχεδόν ούρλιαζαν «που με έφερες;»

Μετά το τέλος των προβολών, το συνηθίζαμε με τους φίλους να πίνουμε ένα καφεδάκι και να αναλύουμε ό,τι είδαμε… συνήθως είχαμε κέφι, είχαμε την αίσθηση της ταινίας πάνω μας σαν μια λεπτοφυή μεμβράνη που σιγά σιγά διαλυόταν… κάποιες φορές είχαμε και την ξεχωριστή εμπειρία της μύησης σε μια άλλη διάσταση και τα λόγια ήταν περιττά… μάλλον απολαμβάναμε την ‘διάχυση’ όλης αυτής της εμπειρίας που ζήσαμε, σε κάθε κύτταρό μας… ξέραμε πως δεν θα κρατούσε πολύ… μερικές ώρες, λίγες μέρες ίσως… αλλά όσο θα κρατούσε θα ήταν ένα ταξίδεμα που αγαπούσαμε πολύ…

Τούτη τη φορά είχα δίπλα μου δυο ανθρώπους σε… αλλόκοτη κατάσταση. Ο Κώστας ήταν απορημένος, σοκαρισμένος, σχεδόν… χτυπημένος από νταλίκα, ο Δημήτρης ήταν θυμωμένος, τρελαμένος, ήθελε να με καρυδώσει.

«Μα τι σου ήρθε επιτέλους και μας έφερες να δούμε αυτό το… το…», άρχισε να μου λέει αλλά δεν με κοιτούσε… «Κώστα, δεν λες τίποτα;», απευθύνθηκε στον σκεφτικό μας φίλο προς αναζήτηση συμμάχων.

«Χμμμ… δεν ξέρω», είπε εκείνος και επίσης δεν κοιτούσε κανέναν. Πιθανώς έβλεπε και ξανάβλεπε εσωτερικά σκηνές που τον είχαν τσακίσει ή τον είχαν αναστατώσει… ίσως και τα δυο…

«Εσείς οι δυο την είδατε ως το τέλος έτσι;», επανήλθε ο Δημήτρης. Το βλέμμα του με προσπέρασε γρήγορα και έμεινε πάλι στον Κώστα. Άλλωστε εγώ ήμουν αυτός που τους είχε εμπλέξει στην περιπέτεια. Ήμουν ο ‘ακατανόητος’ της συντροφιάς. Αλλά ο Κώστας δεν μιλούσε.

 

 

Δεν μιλούσα ούτε εγώ… για να πω την αλήθεια, ύστερα από περίπου 30 χρόνια πλέον, δεν θυμάμαι ακριβώς το τι συζητήσαμε εκείνη τη βραδιά… θυμάμαι όμως την αίσθηση που είχα, το ισχυρό σοκ που είχα δεχθεί, το βουητό στο κεφάλι μου, τον καταρράκτη των σκέψεων που με κατέκλυζαν… Ο φίλος μου ο Δημήτρης όμως, ήθελε να απαντηθεί το αυτονόητο : «τι ήταν αυτό που είδαμε;» και το πιο… τρομαχτικό… «γιατί το είδαμε;» έστω κι αν εκείνος είχε χάσει σχεδόν όλο τον τελευταίο Κύκλο.

Μια φράση μου είχε κολλήσει έντονα στο μυαλό, αυτό είναι ακόμη ανάγλυφο από τότε: Δεν υπάρχει τίποτε πιο μεταδοτικό από το κακό. Ήμουν σίγουρος ότι ήταν φράση του Μαρκησίου ντε Σαντ, πάνω στο βιβλίο του οποίου (Οι 120 μέρες των Σοδόμων) είχε βασιστεί ο Παζολίνι για να γυρίσει το Σαλό. Όποιος έχει διαβάσει έστω και μερικές αράδες από το έργο του ντε Σαντ, είναι εύκολο να θυμάται το επιτηδευμένο ύφος του, τους πυκνούς αφορισμούς, την διαρκή προσπάθεια του Μαρκησίου να τεκμηριώσει την κοσμοθεωρία του, πως για τίποτα δεν αξίζει να ζει κανείς παρά μονάχα για την ηδονή. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, καμιά ηθική, καμιά αυταξία του ανθρώπου… Ηθικό είναι ό,τι μου δίνει ηδονή και αξίζει να ζει για όσο διάστημα μου προσφέρει ηδονή… Χαρακτηριστική είναι και η… εργαλειακή θεώρηση από τον ντε Σαντ και αυτών των ίδιων των γονέων για τους οποίους τρέφει μάλλον βαθύ μίσος. Εξεπλήρωσαν το στόχο τους με το να μας φέρουν στον κόσμο και να μας μεγαλώσουν. Από κει και πέρα είναι μάλλον περιττοί αλλά αν αποτελούν προσκόμματα, θα πρέπει να εκλείψουν. Θα πρέπει να τους ξεφορτωθούμε και ελεύθεροι πλέον να χαρούμε τις απολαύσεις και τις ηδονές της ζωής!

 

Σήμερα, ύστερα από τόσες ώρες… πτήσης στις κινηματογραφικές εμπειρίες και στην ανάλυση που τις ακολουθεί, μετά από τη μελέτη κάποιων κειμένων ωφελίμων αλλά περισσότερων άχρηστων, μετά από την γήρανση των κυττάρων αλλά και την αυξημένη επίγνωση που σου προσφέρει το Αχανές για κάθε… μπουκάλα οξυγόνου που σου ρουφάει… ο στοχασμός μου είναι σίγουρα προσανατολισμένος διαφορετικά… όμως η πρωτογενής αίσθηση δεν έχει μεταβληθεί! Το σοκ είναι έντονο και βαθύ σαν τραύμα που δεν αρνείται πεισματικά να επουλωθεί… ίσως γιατί ξέρει ότι είναι αδύνατον να επουλώνονται όλα…

Πριν πάω στην ταινία για να πω δυο λόγια, ήθελα να καταθέσω μερικές σκέψεις για τον ντε Σαντ αφού αυτός είναι ο υπεύθυνος όλων αυτών των δράσεων… βέβαια, αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να τον επινοήσουμε αλλά όπως και να’χει, τα πράγματα έχουν πάντα ονοματεπώνυμο και στην περίπτωσή μας είναι βαρύ και ασήκωτο. Και φορτισμένο με το ανάθεμα των ηθικολόγων αλλά και τους ύμνους και τις δοξολογίες των σεξουαλικά ‘φιλελεύθερων’ που είναι ένας εύσχημος τρόπος να πεις κάποιον βιτσιόζο και διεστραμμένο. Άλλωστε, ο εσωτερικός μας Τορκουεμάδα πάντα θα μας στέλνει στην κόλαση… ακόμα κι επειδή απλά σκεφτήκαμε να βιώσουμε τις ηδονές της σαρκός… πόσω μάλλον που θελήσαμε να ανιχνεύσουμε και τα σκοτεινά της μπουντρούμια…

Αυτό που νομίζω περισσότερο σοκάρει αλλά και ιντριγκάρει τον μικροαστό όλων των εποχών και τον συντηρητικό ‘οικογενειάρχη’ –εντός εισαγωγικών αφού χρησιμοποιείται ως ‘τύπος’ και πρότυπο όταν θέλει κανείς να εκθειάσει ή να… εκθέσει κάποιον – είναι πως ο Μαρκήσιος προβαίνει σε μια ολοκληρωτική απογύμνωση, θα έλεγα μάλιστα απελευθέρωση της ηδονής από τις αγκυρώσεις της, τις όποιες εξαρτήσεις της αλλά και… εξαρτύσεις της. Η ηδονή είναι ηδονή επειδή είναι από μόνη της αληθής και αυτόφωτη και αυτάρκης… δεν χρειάζεται καμιά δικαιολόγηση, κανέναν ετεροπροσδιορισμό, καμιά άνωθεν σύσταση και καμιά κοσμική ‘αδειοδότηση’… αυτό το ίδιο είναι που ιντριγκάρει και στην αφήγηση των τριών γυναικών που η κάθε μια έχει ως αποστολή να πυροδοτήσει το φαντασιακό και να προσφέρει νέους δρόμους στην ηδονή. Ο ντε Σαντ παρουσιάζει στη βιοφιλοσοφία του στην ουσία μια ‘θρησκεία’ της ηδονής… όλοι είμαστε προσκυνητές της, όλοι οφείλουμε στην ουσία στους ναούς της, τα σώματα να προσφέρουμε καθημερινές θυσίες γιατί τίποτε άλλο δεν δικαιώνει την ύπαρξή μας… και καμιά πνευματική κατάκτηση δεν είναι αληθινή αν έχουμε στερηθεί τις εμπειρίες της σαρκός για να την πραγματώσουμε. Φυσικά, θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει πως όλο αυτό είναι ένα παραλήρημα ενός σχιζοφρενούς, ένας λήρος ενός διεστραμμένου που παλεύει να κάνει το νοσηρό του πάθος ιδεολογία. Όμως, θα πρέπει να αναγνωρίσει κάποιος πως ακόμα κι έτσι αν είναι, όλο τούτο συναπαντιέται με όψεις μας. Αλλιώς, ο Μαρκήσιος θα είχε παραμείνει ένας δυστυχής τρελός, θα είχε ξεχαστεί, θα είχε σβήσει μαζί με τις διαστροφικές εκζητήσεις του.

 

Κι ας πάμε στην ταινία. Λέει ο ίδιος ο Παζολίνι (ο οποίος λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων δολοφονήθηκε, πολλοί πιστεύουν εξ αιτίας αυτής της ίδιας της ταινίας) :

«Το Σαλό δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Sade Οι 120 μέρες των Σοδόμων. Θέλω να πω ότι έμεινα απόλυτα πιστός στην ψυχολογία των χαρακτήρων και στις πράξεις τους, και δεν έχω προσθέσει τίποτα δικό μου. Ακόμα κι η αρχιτεκτονική της αφήγησης είναι όμοια – αν και, βέβαια, πολύ συμπυκνωμένη… Παραμένοντας απόλυτα πιστός στο κείμενο του Sade, έκανα συγχρόνως και μια εξίσου απόλυτη και καινοτομία: η δράση, αντί να εκτυλίσσεται στη Γαλλία του 18ου αιώνα, τοποθετείτε σχεδόν στις μέρες μας, στο Σαλό, γύρω στο 1944. Στη Δημοκρατία του Σαλό, μπορούσε κανείς να κάνει με ησυχία οτιδήποτε απ’ αυτά που κάνουν οι ισχυροί των 120 ημερών. Αυτό σημαίνει, ότι ολόκληρη η ταινία, με τις ανήκουστες φρικαλεότητές της, παρουσιάζεται σαν μια τεράστια σαδιστική μεταφορά αυτού που ήταν η ναζιστική και φασιστική αποχαλίνωση, με τα εγκλήματα "κατά της ανθρωπότητας". Οι ήρωες της ταινίας, οι χαρακτήρες δηλαδή του Sade (που θ’ αποδειχτούν ότι στην πραγματικότητα είναι SS με πολιτικά), συμπεριφέρονται στα θύματά τους ακριβώς όπως οι ναζί και οι φασίστες συμπεριφέρονταν στα δικά τους: τα θεωρούν αντικείμενα μέσα στα χέρια τους και καταστρέφουν a priori κάθε δυνατότητα ανθρώπινης σχέσης μαζί τους. Αυτή η ταινία είναι το τρελό, ανεξήγητο όνειρο όσων συνέβησαν στον κόσμο κατά τα χρόνια του πολέμου – όνειρο, που είναι πολύ λογικό στο σύνολό του, παρά στις λεπτομέρειές του. Διάλεξα σαν σύμβολο της εξουσίας που μετασχηματίζει τα άτομα σε αντικείμενα, την τελευταία φασιστική εξουσία της Ιταλίας, επειδή αυτή η εξουσία έγινε περισσότερο αναρχική από ποτέ, στην περίοδο της "μικρής δημοκρατίας". Αλλά ο σκοπός δεν περιορίζεται σε μια καθορισμένη ιστορική περίοδο – ο λόγος της ταινίας αφορά και το παρόν.»

 

Πιερ Πάολο Παζολίνι

 (από τον τόμο PIER PAOLO PAZOLINI

έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1994)

 

Κι εδώ ακριβώς έγκειται η ‘επιτυχία’ της ταινίας. Ότι ο λόγος της αφορά το παρόν… το διαρκές παρόν… Δεν ξέρουμε βέβαια αν δεν είχε δολοφονηθεί ο Παζολίνι ποια θα ήταν η μοίρα της ταινίας. Ήδη χιλιάδες ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη θεώρησαν ότι ο εκκεντρικός σκηνοθέτης το παράκανε, ότι επί 120 λεπτά παρακολουθούμε ένα φεστιβάλ κοπράνων, ούρων, εμετικής κτηνωδίας, σκληρότητας και μαρτυρίων που θα μπορούσαν να περιοριστούν σε λίγες σκηνές και το αποτέλεσμα να είναι σχεδόν το ίδιο. Πως απλά ο Παζολίνι ήθελε να κάνει ένα φιλμ για τα δικά του βίτσια, να προσφέρει στους κοπρολάγνους και σαδιστές ένα κινηματογραφικό ταξίδεμα στις απαγορευμένες και σιχαμερές ηδονές τους και ο ντε Σαντ χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα, ως όχημα και ως μια καλή δικαιολογία.

 

 

Προσωπικά θεωρώ πως κι έτσι να είναι ακόμη, δεν ανακαλύπτει κανείς την Αμερική με μια τέτοια εκτίμηση. Κάθε δημιουργός, κάθε καλλιτέχνης προσπαθεί να αποτυπώσει, στον καμβά, στο χαρτί, από το φωτογραφικό του φακό, μέσα από τη μουσική του ό,τι τον βασανίζει, τον κυνηγά, τον στοιχειώνει. Και μάλιστα, παλεύει και να εξορκίσει όλους αυτούς τους φοβερούς δαίμονες, να κάνει τη συμβίωση μαζί τους υποφερτή, να τους γνωρίσει ίσως, να πάψει να τυραννιέται. Που είναι το παράξενο λοιπόν αν έκανε και ο Παζολίνι το ίδιο;

Για μένα η κινηματογραφική γραφή του Παζολίνι είναι ενδιαφέρουσα. Οι τέσσερις άρχοντες – φασίστες (Ο Δούκας, ο Επίσκοπος, ο Ανώτατος Άρχων του Έθνους, ο Πρόεδρος) που είναι κατοπτρικοί στις αντίστοιχες τέσσερις πόρνες – αφηγήτριες - αφέντρες του ντε Σαντ (στην ταινία είναι τρεις) εκπροσωπούν, μέσα στον μικρόκοσμο του γοτθικού κάστρου που έχουν αιχμαλωτίσει εννιά άβγαλτα αγόρια και εννιά παρθένες, τις μορφές – δομές απόλυτης και αυθαίρετης εξουσίας. Μεθυστική πλήρωση δύναμης και μυρμήγκιασμα άφατης ηδονής και μόνο στην αίσθηση αυτής της δύναμης που διαθέτουν πάνω σ’αυτά τα παιδιά. Μέσα από τις αφηγήσεις των έμπειρων γυναικών που συμβολίζουν και τους διαδοχικούς Δαντικούς Κύκλους, πραγματοποιείται αυτή η ιδιότυπη νέκυια, η κατάβαση στα υπόγεια των σκοτεινών περιοχών των σαρκικών απολαύσεων. Το πολιτικοκοινωνικό σχόλιο παράλληλα, το αιχμηρό και δηλητηριώδες για τον φασισμό όχι μόνο ως την ‘μόνη αληθινή αναρχία’, δηλαδή την ασυδοσία της δύναμης και της κτηνωδίας απέναντι στον ανυπεράσπιστο άνθρωπο – σκεύος, είναι αυτό που περισσότερο σοκάρει στην κινηματογραφική αφήγηση. Μια συνεχής δοξολογία της απώτατης σουρεαλιστικής σκληρότητας με ανάμεικτες φιλοσοφικές ρήσεις του ντε Σαντ… και δίπλα στον ανθρώπινο πόνο των μικρών αγοριών και κοριτσιών, αμέσως μετά την εκτέλεση ή την αυτοκτονία κάποιου δυστυχισμένου πλάσματος, ένα χοντροκομμένο ανέκδοτο, ένα καλαμπούρι που δημιουργεί ένα κοντράστ που σε χαστουκίζει στη ψυχή.

Να γιατί πέρα από την σκατολογία ο θεατής μπορεί να παρακολουθήσει αυθεντικό κινηματογράφο… έστω και αν θα χρειαστεί να υπομείνει σε κάποιες σκηνές όλο αυτό το φεστιβάλ ακαθαρσιών!

 

 

Αυτό που απλά θα πρέπει να προσέξει ο αμύητος θεατής είναι πως όλη αυτή η αισθητική που είναι ωμή και ‘ακαλλώπιστη’ θα τον αποπροσανατολίσει, προς στιγμήν έστω, θα τον εκτρέψει, θα τον ανακατέψει, θα τον αρρωστήσει ίσως. Μπορεί να χρειαστεί να δει την ταινία ξανά ή σε δόσεις… για να μην τον καθηλώσει η πρώτη εντύπωση, να μην τον νικήσει η φοβερή δύναμη της ίδιας της θηριωδίας, για να μπορέσει να προχωρήσει σε μεγαλύτερα βάθη και να ολοκληρώσει τη διαδρομή. Αν τον ενδιαφέρει φυσικά. Και προσωπικά πιστεύω πως αναντίρρητα θα τον ενδιαφέρει. Γιατί εδώ δεν έχουμε μια ταινία ‘πορνό’ κάτι σαν τις ανεκδιήγητες ιστορίες της ‘Ο’ και τις πληκτικές ‘φαντασιώσεις’ της Εμμανουέλας που ήταν απλά η απόδραση του μίζερου σκοτωμένου αστού στις περιοχές της δήθεν απαγορευμένης ηδονής. Η ταινία δεν κρύβεται, δεν μασκαρεύεται για να μην σοκάρει, είναι φτιαγμένη για να σοκάρει και καλό είναι να το γνωρίζει όποιος τολμητίας αποφασίσει να την δει.

Να την δει, όπως έγραψα… σωστά…

Γιατί αποκλείεται να είναι χαλαρός για να ‘κοιτάζει’…