Die Wand (2012)

 

Ίσως και να μην χρειάζεται ένας τοίχος για να συνειδητοποιήσεις τα όρια της φυλακής σου… απλά, κάποιες φορές το να τον επινοήσεις είναι θέμα επιβίωσης…

 

 

Μερικές σκέψεις με αφορμή την εξαιρετική αυστριακή ταινία Die Wand (2012) του σκηνοθέτη Julian Pölsler βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της  Marlen Haushofer

 

 

 

Κ

αι τελικά, μικρή σημασία έχει τι ‘είδους’ τοίχος είναι. Από γυαλί, από πέτρα ή από χαρτί. Ας είναι ό,τι θέλει να είναι. Σημασία έχει τι ρόλο παίζει, ποια αποστολή έχει ή θέλουμε εμείς να έχει. Και ότι αποτελεί μια περίμετρο, ένα όριο και μαζί, ένα τέλος. Που όπως καλά γνωρίζουμε σηματοδοτεί μια αρχή. Μια αρχή για ένα ολόκληρο εσωτερικό ταξίδι. Αν δεν υπάρχει ίσως οφείλει κανείς να το επινοήσει. Να τον κατασκευάσει, να τον τοποθετήσει. Απλά, να γνωρίζει ότι υπάρχει, ότι είναι εκεί και πως δεν υπάρχει τρόπος να τον διαπεράσεις, να τον υπερβείς ή να τον… ξεγελάσεις.

Ο τοίχος, ‘πραγματικός’ ή ‘φανταστικός’, είναι απλά το εργαλείο για να αρχίσει η πραγματική δουλειά. H εσωτερική αναζήτηση, το ταξίδι στο σύμπαν του εαυτού. Όταν δεν υπάρχουν πλέον διαφυγές, αναγκάζεσαι να οργανωθείς με αυτά που έχεις. Θα αρχίσεις να προσέχεις πλέον… να προσέχεις όσα πριν αγνοούσες. Να βλέπεις όσα πριν κοιτούσες, να ακούς όσα πριν ήταν απλοί θόρυβοι, να αντιλαμβάνεσαι όσα πριν ήταν απλά στοιχεία πλήρωσης, περιττά αντικείμενα ενός σκηνικού…

Ώστε ο τοίχος έχει τη σημασία του. Νοηματοδοτείται τη στιγμή ακριβώς που όλα χάνουν σιγά σιγά το νόημά τους όχι γιατί δεν έχουν αλλά γιατί ο άνθρωπος – μηχανή δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν βιώνει. Απλά επιτελεί λειτουργίες με θαυμαστή επαναληπτικότητα.

Θαυμαστή και φρικώδη μαζί.

 

 

Σε μια τέτοια ‘νέα’ συνθήκη όλα αποκτούν ένα άλλο κύρος, ένα νέο βάρος, ίσως τις αληθινές τους διαστάσεις. Τα αόρατα γίνονται ορατά, τα ορατά γίνονται ψηλαφητά, τα χρειώδη μείζονα και τα μείζονα μεγαλειώδη. Τίποτα δεν είναι μικρό, γελοίο ή περιττό. Τίποτα δεν περνάει απαρατήρητο, αθέατο, περιθωριακό. Γιατί πλέον, άλλαξε και το έργο και οι πρωταγωνιστές και ο σκηνοθέτης. Και θες δεν θες, καλείσαι να ‘παίξεις’. Και μάλιστα να δίνεις κάθε στιγμή, κάθε λεπτό τον καλύτερο εαυτό σου.

Αυτόν που σου αποκαλύπτεται πλέον και σε αιφνιδιάζει. Όχι αυτόν που αργοπέθαινε πριν και δεν έδινες δεκάρα.

 

 

Να αποκτήσεις σχέση με τον τοίχο δεν έχει λογική. Ο τοίχος είναι εκεί για να σε υποχρεώσει να αναθεωρήσεις οτιδήποτε θεωρούσες ως ‘σχέση’ πριν. Να επανανοηματοδοτήσεις λοιπόν και τη σχέση σου με οτιδήποτε.

Πρώτιστα με το χρόνο. Αν ο χρόνος υπάρχει ή όχι, πριν νόμιζες πως είναι ένα βαρετό φιλοσοφικό αίνιγμα. Τώρα είναι το πριόνι που σου κόβει κομμάτια. Που σε κόβει κομμάτια. Πολύ αργά και πολύ βασανιστικά όμως. Γιατί αν ο χρόνος υπάρχει, τότε πιθανώς να μην υπάρχεις εσύ. Κι αυτό δεν απέχει και πολύ από την τρέλα και το θάνατο. Τον πνευματικό, τον συναισθηματικό ίσως, πάντως όχι τον βιολογικό. Αυτόν… δεν έχεις χρόνο να τον σκεφτείς πια.

 

 

Ένας προφανής αντίλογος είναι πως δεν χρειάζονται ‘τρικ’ αυτού του τύπου για να ξεκινήσει κανείς τούτο το ταξίδι της αυτογνωσίας – όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Ψέματα, τα τρικ και τα τεχνάσματα είναι η δουλειά του νου και τα χρησιμοποιεί καθημερινά. Όχι μονάχα για να ‘επιβιώσει’ αλλά και για να επικρατήσει, να κυριαρχήσει, να θριαμβεύσει. Είναι μια συνηθισμένη, σχεδόν ρουτινιάρικη εργασία του και πολλές φορές οι μικρές ή οι μεγαλύτερες νίκες του έχουν τη γεύση του αίματος. Κάποιος ή κάτι πρέπει να θυσιαστεί για να ζήσω εγώ. Κάποιος ή κάτι μέσα μου κάθε μέρα θυσιάζεται και αυτό δεν με αφήνει ο νους να το πενθήσω. Η ιαχή του θριάμβου είναι τόσο δυνατή που τα σκεπάζει όλα.

Όχι όμως κάτω από τη νέα αυτή συνθήκη που για κάποιο λόγο, συνειδητό ή μη με αναγκάζει πλέον να τα αναθεωρήσω όλα. Και όλα είναι ξανά εκεί, χωρίς όνομα, χωρίς το ιστορικό τους βάρος, χωρίς την διαστροφή της δολίευσης, χωρίς καν το αγχωτικό ‘πρέπει’ για την χρησιμότητα και την ομορφιά τους. Όλα είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μου και τώρα πλέον χρειάζομαι μια νέα όραση απ’τα ίδια μάτια.

Χρειάζομαι πλέον το βλέμμα.

Χωρίς αυτό δεν είμαι απλά τυφλός. Είμαι νεκρός.

 

 

Στη συγκεκριμένη ταινία που προσωπικά απήλαυσα, η πρωταγωνίστρια δίνει μια θαυμάσια ερμηνεία και μαζί η παρουσία της, το ταξίδι της, η διαρκής αφήγησή της, λειτουργούν και δεν ενοχλούν, σημαίνουν και δεν φωνασκούν, υπάρχουν και δεν σπαράζουν. Όσο τραγική κι αν φαντάζει πρωτογενώς η μοίρα της, άλλο τόσο υπέροχο είναι το ταξίδι της, άλλο τόσο αποκαλυπτική η εξερεύνησή της. Δεν θέλω να πω τίποτα για την υπόθεση καθώς το σπουδαίο είναι η απόλαυση μιας έξοχης ποιητικής δημιουργίας με καταπληκτική κινηματογράφηση, συγκλονιστική μουσική αλλά και μια ροή τόσο ‘απλή’ και μαζί δραματική που σε καθηλώνει.

 

 

Έχει σημασία ο κινηματογράφος, η τέχνη, να σε ακινητεί, να σε καθηλώνει, να σε αφήνει αθωράκιστο… σχεδόν απροστάτευτο και γυμνό σε ό,τι έρχεται… σε ό,τι υποψιάζεσαι ότι έρχεται, ότι θα στρίψει τη γωνία και θα πέσει επάνω σου… κι αν μη τι άλλο ο σκηνοθέτης – δημιουργός της ταινίας το επιτυγχάνει με σύμμαχο ένα εξαιρετικό βιβλίο, ένα θαυμάσιο σενάριο, μια απέριττη ερμηνεία τόσο της πρωταγωνίστριας όσο και των… άλλων έμψυχων και ‘άψυχων’ που χωρίς αυτά δεν τίθεται καν θέμα ύπαρξης αυτού του ‘τοπίου’ που είναι και εξωτερικό όσο, περισσότερο εσωτερικό. Όχι ξεκάθαρα ψυχολογικό, θα έλεγα ειναιικό, πρωτεϊκό και αρχέγονο.

Όμως ίσως μεγαλύτερη σημασία έχει ο στοχασμός πίσω από κάθε ταινία και ο στοχασμός μετά την προβολή της. Ο πρώτος ανήκει στους δημιουργούς. Ο δεύτερος ανήκει σε όσους υποδέχονται τη δημιουργία. Χωρίς αυτόν, κάτι μένει ανολοκλήρωτο, εκκρεμές, ατελές. Όμως στον ‘Τοίχο’ αυτό δεν συμβαίνει. Ή έστω, δεν έχει σημασία αν συμβαίνει ή όχι. Το πρώτιστο επιτυγχάνεται και είναι μια υπέροχη αφήγηση που σε συνεπαίρνει. Το μέγιστο… επαφίεται στην ετοιμότητα των αποδεκτών…