Calvary

 

Calvary  (2014)

 

Ώ

στε έχει κερδίσει την τελική μάχη ο κυνισμός; Την έχει κερδίσει; Αν μείνει έστω κι ένας άνθρωπος όρθιος σ’αυτό τον πλανήτη που αρνείται να δηλητηριαστεί και εξακολουθεί πεισματικά να πιστεύει σε κάτι, δεν αξίζει ο κόπος να μνημονεύεται; Γιατί, τελικά, σε ποιον θα γυρίσεις να πεις μια κουβέντα αν όχι σ’αυτόν; Να ακούσεις μια κουβέντα αν όχι απ’αυτόν; Κι ας τον έχεις τοποθετήσει μαζί με όλη την καταδικασμένη ανθρωπότητα στον κάλαθο των αχρήστων της Δημιουργίας;

Κι ας έχεις την νοσηρή επιθυμία που σου καίει τις φλέβες να τον σκοτώσεις;

Η συγκεκριμένη ταινία του John Michael McDonagh με πρωταγωνιστή έναν συγκλονιστικό Brendan Gleeson ως πατέρα James Lavelle πέρα απ’όλα τα άλλα για τα οποία θα άξιζε να αφιερώσει χρόνο κάποιος για να την δει, παλεύει, πασχίζει θα’λεγα να σταθεί ενάντια σ’αυτό το θηριώδες καρκίνωμα, τον κυνισμό. Και τα παράγωγά του. Την απομόνωση, την κατάθλιψη, την αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, το εσωτερικό ρήμαγμα, την κακοποίηση, σωματική και ψυχική. Και μπορεί να παρουσιάζει με κάποια ‘ευκολία’ σχηματοποίησης τους ανθρώπους που αποτελούν την μικρή κοινωνία στην οποία ζει, ιερουργεί και δρα ο ήρωάς του, έχει όμως έναν καλό λόγο γι’αυτό. Θέλει να στηρίξει το κάθε βήμα ανθρωπιάς, να ενισχύσει το κάθε αδύναμο φως στις ψυχές και στα βλέμματα σ’αυτό το γνόφο του σκότους, να αναδείξει όχι έναν ήρωα, ούτε έναν άγιο αλλά έναν άνθρωπο στ’αχνάρια του Ανθρώπου.

Και για να πω την αλήθεια, σε ολόκληρη την ταινία που έχει κάποιες χτυπητές αδυναμίες, μπορεί να μην τα καταφέρνει απόλυτα, το συγκλονιστικό τέλος όμως τον δικαιώνει και σε κάνει να ξεχνάς όλα τα ‘κλισέ’ που αν έλειπαν θα είχαμε να κάνουμε με το αριστούργημα της δεκαετίας, τουλάχιστον.

Όμως το ισχυρότερο ‘ατού’ χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι ο σπουδαίος αυτός Ιρλανδός, ο Brendan Gleeson που σε αιχμαλωτίζει και σε καθηλώνει και μόνο με τη μορφή του, τις εκφράσεις του, τον ήρεμο αλλά εσωτερικά εν αγωνία τρόπο που κινείται, μιλά, δρα και αντιδρά σε όσα του συμβαίνουν κατά τη διάρκεια εφτά ημερών (οι αναλογίες με δρώμενα της Βίβλου και ειδικά της ζωής και του Ιερού Πάθους του Χριστού είναι μάλλον ευανάγνωστες στο θεατή) που η κάθε μια σηματοδοτεί κι ένα στάδιο ‘τροπής’ και μεταβολής σε όσα ήξερε, σε όσα πίστευε αλλά και όσα συμβαίνουν στην καρδιά του.

Ο πατέρας Τζέιμς έχει να αντιμετωπίσει ένα φοβερό κίνδυνο στο τέλος αυτής της εβδομάδας. Και στην διάρκεια των ημερών που μεσολαβούν θα έρθει σε σύγκρουση με όλους. Και σε μια διαρκή δοκιμασία της πίστης του, της ανθρωπιάς και της μάχης του ενάντια στη διαφθορά και τον ματεριαλισμό των δικών του ανθρώπων, των ανθρώπων της Εκκλησίας, τη χρεωκοπία των σχέσεων που τη ζει σε κάθε του βήμα, τον κυνισμό που τον αναπνέει σχεδόν στη μολυσμένη ατμόσφαιρα ολόγυρά του. Υπάρχουν όμως και νησίδες αγνότητας, αγαθότητας και ομορφιάς και προσπαθεί ν’αγκιστρωθεί απ’αυτές για να αντλήσει όση δύναμη μπορεί. Ακόμη και όταν κάποιοι καίνε την μικρή του ξύλινη εκκλησία και δεν απομένει πια παρά ένας σωρός ερειπίων (διαρκείς οι σχετικές αναλογίες με την ίδια την Εκκλησία ως θεσμό και ως κιβωτό σωτηρίας) δεν εγκαταλείπει τη μάχη.

Κι όταν λίγο πριν το τέλος, μετά από ένα ακόμα χτύπημα που δέχεται σχετικό με τον αγαπημένο του σκύλο, τον ωθεί στη φυγή, τελικά επιστρέφει. Κι αυτή η τελική τροπή ήταν που με έκανε να εκτιμήσω τον ελιγμό του σκηνοθέτη. Γιατί αυτές οι οριακές στιγμές όπου κανείς παίρνει αποφάσεις ζωής και θανάτου (‘και’ όχι ‘ή’) είναι που κάνουν τη ψυχή να ριγά και να αναγνωρίζει στην τέχνη τις ομοιότητες και τα πανάρχαια αρχέτυπα που την ορίζουν ή την αφορούν.

Θαυμάσια η κινηματογράφηση, εξαιρετική η μουσική, όμως κάποιοι διάλογοι θα μπορούσαν να λείπουν, κάποια εξεζητημένη ‘λεκτική’ βία που δέχεσαι από τους ‘περιφερειακούς’ συμμετέχοντες στη δράση ενώ δεν εναρμονίζεται στην όλη ροή και μάλλον την εκτρέπει.

Και το αντίδοτο στον κυνισμό, θα ρωτήσει κάποιος, ποιο είναι; Ίσως αυτό που συζητά ο ίδιος ο πατέρας Τζέιμς με την κόρη του (καθώς ασπάστηκε το σχήμα αφού είχε κάνει οικογένεια). Ο διάλογος, χρονικά τοποθετημένος λίγο πριν την κορύφωση, έχει κάπως έτσι: «Λέμε πολλά για αμαρτίες και πολύ λίγα για τις αρετές». «Ποια θεωρείς πως είναι η μεγαλύτερη;», τον ρωτά εκείνη. «Η συγχώρεση», της απαντά αμέσως έντονα φορτισμένος κι ύστερα από λίγο κάνει τα καθοριστικά του βήματα προς τον δικό του Γολγοθά (Calvary).