Γιάννης Οικονομίδης

 

Κάποιες σκέψεις με αφορμή τρεις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη:

Σπιρτόκουτο (2002), Η Ψυχή στο στόμα (2006) και Μαχαιροβγάλτης (2010)

 

 

 

πτώματα, πτώματα παντού ρε
έχουμε γεμίσει πτώματα
έχουμε γεμίσει κομμένα κεφάλια...

 

 

Με παίδεψε πολύ αυτός ο Οικονομίδης... το ομολογώ, με βασάνισε πολύ... Από την πρώτη στιγμή που είδα το Σπιρτόκουτο και κράτησε καιρό τούτο το εσωτερικό βάσανο... νόμιζα πως ήταν ένας ακόμα διάλογος με το Απόλυτο, μια προσπάθεια να αγκιστρωθώ από τους κρίκους που αφήνει ο πρώτος αναρριχητής για να βοηθήσει κείνους που ακολουθούν... λάθος, το ζήτημα ήταν μεγαλύτερο, βαρύτερο, πολύ πιο ζόρικο...

Αρχικά ήταν ένας αιφνιδιασμός, πάντα για το Σπιρτόκουτο μιλώντας. Το απόλυτο σοκ. Ένα μακελειό λεκτικής βίας χωρίς καμιά χειρουργική αισθητική επέμβαση, να ξεχύνεται από την οθόνη και να πλημμυρίζει τα πάντα. Ηθοποιοί πρωταγωνιστές ενός εφιαλτικού κρεοπωλείου όπου δεν υπάρχει διάκριση, όλα σφάζονται και όλα μαχαιρώνονται. Ομολογώ ότι η πρώτη μου επαφή με τούτο το... domestic Βιτετνάμ, με μαύρισε, με μουτζούρωσε αλλά και με καθήλωσε. Είμαστε έτσι; αναρωτιόμουνΑυτό είμαστε;

Την ταινία την είδα ακόμα τρεις ή τέσσερις φορές. Και νομίζω πως αυτό ήταν το κλειδί. Γιατί όταν προσπεράσεις τα... χαστούκια και τις γροθιές από τον ποταμό ύβρεων και έντασης που δέχεσαι επί τόση ώρα, αρχίζεις να εξετάζεις αν υπάρχει και ποιο είναι το βαθύτερο επίπεδο. Δεν ξέρω αν στην ουσία εγώ είχα ανάγκη αυτό το βαθύτερο επίπεδο, νιώθω σήμερα πάντως και με αρκετή απόσταση από το... πεδίο της μάχης, ότι δεν γίνεται αλλιώς να μιλήσει κάτι μέσα σου, αν δεν έχει αυτό φωνή για τη ψυχή σου και η ψυχή σου αυτιά να την ακούσει... άηχος ήχος δεν είναι ποτέ ένα δημιούργημα στον κινηματογράφο... ακόμα κι αν είναι ένα 'πείραμα', ένα φλεγόμενο κάστρο, ένας κομήτης με πύρινη ουρά, μια πιστολιά στον αέρα...

Δεν χρειάζεσα περισσότερους από μια πλήρη οικογένεια για να οικοδομήσεις ένα 'άρτιο' σύμπαν, μια κοσμολογία. Με τον Δημιουργό του και τον Εωσφόρο του, με τους αγγέλους και τους δαίμονές του. Με την αρχή και το τέλος του. Αληθινά, δεν έχεις ανάγκη παρά από τέσσερα ή πέντε μέλη μιας οικογένειας για μια σωστή κοσμογένεση, ένα 'παρντές' με τα όλα του, έναν οργιαστικό βιότοπο από κάθε λογής φυτά... μερικά θα είναι και σαρκοφάγα... άλλα πάλι θα έχουν όψη 'αγαθή' και μυρωδιά μαυλιστική μόνο και μόνο για να παρασυρθείς και να πέσεις στην παγίδα τους...

Μέσα στο σπιρτόκουτο ο Οικονομίδης αφήνει τους δαίμονες ελεύθερους... μέσα στους τέσσερις τοίχους, αμολάει τα σκυλιά της κόλασης και όποιον πάρει ο Χάρος... χωρίς έλεος, χωρίς οίκτο, χωρίς προσωπεία, μάσκες, μικροαστικούς καθωσπρεπισμούς... δεν είναι εύκολη η γραφή αυτή, δεν είναι εύκολη και η παρακολούθηση της ταινίας... αν είσαι ανυποψίαστος και κάτσεις με την παρέα σου, σνακ, μπίρες και τα σχετικά, σύντομα θα το μετανιώσεις. Θα την διακόψεις την ταινία, θα αναζητήσεις κάτι άλλο, πιο ανώδυνο, πιο... Κυριακάτικο. Αν όμως επιμείνεις και τη δεις ως το τέλος...

 

 

 

Κάπως έτσι είναι τα πράγματα και στην επόμενη ταινία του, την Ψυχή στο στόμα. Μονάχα που εδώ ο ήρωας έχει τη σιωπή του θανάτου και το βλέμμα του Τειρεσία. Βιώνει, υποφέρει, υφίσταται, δοκιμάζεται... σχεδόν ολότελα σιωπηλός... απεργάζεται το Μεγάλο Σχέδιο εντός του και εντός του πεθαίνει κάθε λεπτό... όπου κι αν γυρίσει το βλέμμα του το ίδιο σεληνιακό τοπίο... πουθενά τίποτα για να πιαστείς, να ηρεμήσεις, να ξεκουραστείς... Ο Οικονομίδης χρησιμοποιεί ένα θαυμάσιο εύρημα ως εργαλείο αφήγησης: ο υπάλληλος κάνει μασάζ στο πόδι του αφεντικού του... του χαρίζει στιγμές ηδύτητας σε μια κρυπτομοφυλοφιλική επαφή που ο σκηνοθέτης την αφήνει απλώς να καταγράφεται χωρίς να παρεμβαίνει... η ουσία είναι ο εξευτελισμός του ταπεινού υπαλλήλου που ταυτόχρονα βιώνει το άγριο κεράτωμα από την εχθρική του γυναίκα, τον πόλεμο από τον γαμπρό του που φιλοξενεί και την ψυχικά άρρωστη αδελφή του, το μηδενιστικό φιλοσοφικό παραλήρημα του φίλου του στο παγκάκι... Κανένα στερέωμα δεν στάθηκε πιο αφιλόξενο, πιο άχαρο, πιο σκοτεινό από αυτό που στήνει ο Οικονομίδης για τον πρωταγωνιστή του... 

 

Και βέβαια στο τέλος, τα πράγματα οδηγούνται πάντα εκεί που όρισαν από τη φύση οι... θερμοδυναμικοί νόμοι και η αδιαβατική μεταβολή των αερίων...

 

 

 

Στον Μαχαιροβγάλτη, εκτός από το πέρασμα των χρόνων, έχουμε και την εξέλιξη του Οικονομίδη, εσωτερικά, πνευματικά, συνολικά. Ο σκηνοθέτης προχωρά σε μια άλλη αφήγηση, πολύ πιο ροϊκή, πολύ λιγότερο βίαιη λεκτικά και ασπρόμαυρη κινηματογραφικά. Νομίζω πετυχαίνει και στις τρεις συνιστώσες. Τα πλάνα του είναι πιο 'ήσυχα', η ανάσα του πιο σταθερή αλλά το βλέμμα του βαθύτερο, ουσιαστικότερο, πιο... ύπουλο, πιο επικίνδυνο. Αισθάνεσαι πως η ηφαιστειακή ενέργεια των πρώτων ταινιών έχει εκτονωθεί και ο δημιουργός θέλει πλέον να καταγράψει με μεγαλύτερη συνοχή μια ολοκληρωμένη πορεία ενός μοναχικού ήρωα που δεν έχει τίποτα το ηρωικό αλλά ανακαλύπτει πως μπορεί να το χτίσει. Κι αν δεν μπορεί να το χτίσει, μπορεί να το κλέψει. Εκμεταλλευόμενος μια ατυχή (το θάνατο του πατέρα του) και μια ευτυχή συγκυρία (την πρόσκληση του θείου του να μετακομίσει από την επαρχία στην Αθήνα και να δουλέψει γι'αυτόν ως φύλακας των σκυλιών του). Κι εδώ βέβαια το εσωτερικό φως των ανθρώπων είναι κάτι σαν τις υποθαλάσσιες ανταύγειες το σούρουπο... ο εχθρός πάντα κοιμάται κάπου εκεί κάτω, αόρατος, τρομακτικός, απόστατος... κάπου γυροφέρνει εκεί, στα βαθιά και είναι ικανός και πανάρχαιος σαν τον καρχαρία... καραδοκεί για την στιγμή της νωχέλειας και της ανάπαυσης για να σου ριχτεί και να σε ξεσκίσει. Να σου κλέψει τα πάντα. Την περιουσία, τη σύντροφο, τα χρήματα, την ίδια τη ζωή σου. Αν θα μπορούσε και τη ψυχή σου.

Και δεν υπάρχει 'δίκης οφθαλμός' που ορά τα πάντα... Στις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη η 'δικαιοσύνη' δεν είναι ούτε παρούσα ούτε απούσα. Είναι απλά ανύπαρκτη ακόμα και ως χρόνος, ακόμα και ως λήθη.

 

 

Μετά το τέλος των μαχών, οι αρχαίοι τηρούσαν πάντα ένα κώδικα. Σχεδόν πάντα απαραβίαστο, σχεδόν πάντα μέσα στην οσμηρή σιωπή του τοπίου. Να περισυλλέγουν οι ζωντανοί τους νεκρούς, σε μια τελετουργία ύστατης αντιπροσώπευσης της ζωής στο θάνατο. Γιατί τους νεκρούς ήρωες τους φροντίζουν οι ζώντες συνάδελφοί τους. Οι σύντροφοι και συμμαχητές που λίγο πριν στέκονταν δίπλα τους και ούρλιαζαν τις ίδιες ιαχές κάτω απ'τον ίδιο ήλιο.

Αισθάνεσαι πως στις ταινίες του Οικονομίδη δεν συγχωρεί η Ειμαρμένη ούτε κι αυτή την πολυτέλεια.

 

 

 

https://aream-nimertis.blogspot.gr/2013/03/blog-post_26.html