A Christmas Carol (1984)

ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ότι υπάρχει ένας καλός λόγος που κάποιες ταινίες -κάποιες μουσικές, κάποια βιβλία κλπ- έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά και στο μυαλό μας. Δεν έχει να κάνει τόσο με το βαθμό τελειότητας ή αρτιότητας αυτών αλλά έχει να κάνει πολύ περισσότερο με κάτι βαθύτερο μέσα μας. Κάτι που αναστατώνεται και ταράζεται και δονείται κάθε φορά που θα δούμε μια σκηνή έστω από αυτή την ταινία ή θα ακούσουμε λίγες νότες από αυτή τη συγκεκριμένη μελωδία. Και δεν το κρύβω πως τούτη η έξοχη ούτως ή άλλως τηλεοπτική μεταφορά της θρυλικής ‘Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας’ του Καρόλου Ντίκενς με έχει σημαδέψει προσωπικά και έχει κερδίσει μια πολύ ξεχωριστή θέση μέσα μου.

Τώρα που τα γράφω όλ’αυτά, σκέφτομαι πως ίσως βασικός υπεύθυνος γι'αυτό να είναι ο πολύ μεγάλος George C. Scott που στο ρόλο του φοβερού μισάνθρωπου, τσιγκούνη και βασιλιά των ακοινώνητων, Εμπενίζερ Σκρουτζ, άφησε εποχή. Και τούτο είναι κάτι που ομολογείται από όλους. Και πιστεύω μάλιστα πως από αυτή την παραγωγή και μετά άρχισα να τον εκτιμώ και να τον αναζητώ σε παλαιότερες ταινίες του και να τον απολαμβάνω σε εξίσου σπουδαίες ερμηνείες του (όπως η αλησμόνητη εκείνη ως στρατηγού Πάτον στον Β’ Π.Π.).

Εκείνο που είναι πολύ δύσκολο στην περίπτωση του Σκρουτζ είναι να ολισθήσει ο ηθοποιός σε μια σχηματική αποτύπωση, σε μια καρικατούρα. Ο Σκρουτζ είναι ένα βαθιά μοναχικό και φιλέρημο άτομο θα έλεγα αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε δυστυχισμένος. Δεν περνά άσχημα επειδή είναι τσιγκούνης και μονόχνωτος. Έχει ένα καίριο ζήτημα επικοινωνίας με τα συναισθήματα και τα θέλω του, έχει ίσως βάλει κεριά στ’αυτιά του και δεν ακούει τα ουρλιαχτά της ψυχής του αλλά δεν θεωρώ ότι η γραφή του Ντίκενς είναι τόσο ρηχή και επιφανειακή. Ο Σκρουτζ συχνά αποδίδεται και άσχημος και καμπούρης και τα σχετικά. Για ποιο λόγο όμως; Για να συγκεντρώσει πάνω του όλο το ανάθεμα της ύπαρξης όπως οι μάγισσες του μεσαίωνα που σώνει και ντε καβαλάνε σκούπες και πετάνε στον ουρανό τα βράδια, είναι βρόμικες, γριές και φαφούτες; Αυτά ανήκουν στη λαϊκή μυθολογία που την απέφυγε επιμελώς ο μεγάλος συγγραφέας αλλά κάποιοι σκηνοθέτες που μετέφεραν το έργο του στην μικρή οθόνη δεν φρόντισαν να ψάξουν λίγο βαθύτερα, κάτω από τα επιφαινόμενα, το ποιος ‘αληθινά’ ήταν ο Εμπενίζερ Σκρουτζ πριν τη μεγαλειώδη μεταλλαγή του, το Παύλειο πέρασμά του από τη μια όχθη στην άλλη. Μα ακριβώς αυτό με ενδιέφερε κι εμένα και με ώθησε η ερμηνεία του Σκοτ σε αυτό. Δεν έχουμε μια θαυματουργή μεταμόρφωση στο συγκεκριμένο έργο. Αυτό θα ήταν αφελές και ανόητο. Ναι μεν το πνεύμα των Χριστουγέννων ενίοτε θαυματουργεί κιόλας αλλά προσωπικά εδώ βλέπω το σπάσιμο μιας πλάκας που είχε ενταφιάσει την ψυχή του ανθρώπου αυτού κάτω από την πυρετική αναζήτηση του χρήματος ως αντίδοτου για τον επερχόμενο θάνατο. Ο Σκρουτζ όπως και αμέτρητοι άλλοι πριν και μετά από αυτόν, συσσωρεύει χρήμα πασχίζοντας να ‘κρυφτεί’ από τη ζωή και κρυπτόμενος από την αληθινή ζωή να διολισθήσει της αδήριτης πραγματικότητας που μας θέλει θνητούς και εφήμερους. Ο Σκρουτζ, με δυο λόγια, κρύβεται σε όλη του τη ζωή πίσω από τον πλούτο και τον ακονισμένο κυνισμό του και τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων τον βγάζουν από την κρυψώνα του, του ζεσταίνουν την καρδιά, τον φέρνουν ξανά στον κόσμο των ζωντανών που κάποτε βέβαια θα πεθάνουν αλλά έχοντας ζήσει στιγμές ακεραιότητας, πληρότητας και αγάπης. 

Ο Ντίκενς μεγαλούργησε φιλοτεχνώντας έναν από τους αγαπημένους μου ‘ήρωες’, τον Εμπενίζερ Σκρουτζ και πριν και μετά την ‘μεταρσίωσή’ του ή μάλλον καλύτερα την συμφιλίωσή του με τον εαυτό του που βόγκαγε και στέναζε κάτω από τόνους αλεξιθάνατων φετίχ που συχνά οι άνθρωποι μέσα στην ανοησία τους συσσωρεύουν όπως το χρήμα, παντός είδους πολύτιμα ή σπάνια αντικείμενα κ.ά.

Και με την απολαυστική αυτή μεταφορά της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας, νομίζω και κάτι ακόμα επιτυγχάνεται. Μια ειρήνευση ή έστω μια ανακωχή στον ένδον πόλεμο. Μια παύση, μια γαληνιαία ανάπαυση της ψυχής μας πριν ξαναμπεί στο στίβο του γίγνεσθαι που για κάποιους λόγους, κάποιος κάποτε την έριξε ενδεδυμένη ένα ‘χοϊκό’ σώμα που κάποτε θα αποχωριστεί αλλά εκείνη οφείλει να φροντίζει για την ‘μετά’ την αποχώρηση αυτή κατάσταση κρίσης ‘κατά τα έργα της’ από το όποιο δικαστήριο των όποιων αθάνατων όντων. Κι ο δύστηνος Τζέϊκομπ Μάρλεϊ θα είχε πολλά να πει στον καθένα μας για τούτη τη συνθήκη της φρίκης που περιμένει όσους, σε αυτό το ‘σαν αστραπή’ πέρασμά τους από τη ζωή, εμμονικά λησμονούν τον εαυτό τους.