My Mistress

 

My Mistress  (2014)

 

TΟ ΣΧΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΟ, ΓΝΩΣΤΟ ΚΑΙ… ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ. Το παγκόσμιο δίπολο. Αρσενικό και θηλυκό, οι δυο αρχέγονοι πόλοι, και ανάμεσά τους μια διαφορά δυναμικού που δημιουργεί τον απαραίτητο ενεργοβιότοπο για να γεννηθούν όλα. Από το βλέμμα στον πόθο. Από τον πόθο στη φαντασίωση. Από τη φαντασίωση ξανά στον πόθο και μετά στο μεγάλο άλμα της εκδήλωσης… της υλοποίησης… της βίωσης… Το αρχαίο παιχνίδι που κανείς δεν ξέρει πότε άρχισε αλλά είναι βέβαιο πως ποτέ δεν θα τελειώσει. Παιχνίδι εξουσίας, υποταγής, ηδονής. Παιχνίδι ρόλων και αλλαγής ρόλων. Μια συνεχής ροή σεξουαλικής ενέργειας, γέφυρες που χτίζονται και γκρεμίζονται με ένα νεύμα, μια ανάσα, μια λέξη, μια στιγμή άρνησης ή μια απόφαση να ριχτεί κανείς στην αγκαλιά του Αχανούς… με όποιο κόστος, με όποιες συνέπειες.

Το σινεμά αγάπησε πολύ αυτά τα σχήματα, αυτά τα παιχνίδια, ιδιαίτερα ανάμεσα στους μέντορες και τις… μαθήτριες, τους Πυγμαλίωνες και τις Λολίτες, τις Σαραντάρες και τους Πρωτάρηδες, τις συγκλονιστικές πενηντάρες και τους δειλούς, αμήχανους, ‘μαγεμένους’ εφήβους της ‘διπλανής πόρτας’… Και είναι η αλήθεια ότι αυτές οι ταινίες, όσο απλοϊκές ή ‘πρωτόγονες’ κι αν είναι – καθώς δεν αναζητά κανείς ψυχολογικά βάθη στις αναλύσεις των χαρακτήρων, ούτε πολύπλοκες εσωτερικές διαδρομές… αλλού είναι το ζουμί! – τις παρακολουθείς με αγωνία και ευχαρίστηση. Και κάποιο δέος ενίοτε.

 

 

Και δέος είναι και ρίγος ραχιαίο για τον νεαρό πρωταγωνιστή Τσάρλι (Harrison Gilbertson) το συναπάντημα και μόνο με ένα μυθικό θηλυκό, τη Μάγκι (Emmanuelle Béart), τη νέα του ‘γειτόνισσα’ της… παρακάτω έπαυλης. Ταυτόχρονα σχεδόν με την πρώτη συνάντηση με την Ιέρεια και τη Γυναίκα (καθώς αυτή θα τον μυήσει στον έρωτα μέσα από την πιο δυνατή και απαιτητική του όψη), βιώνει και ένα οικογενειακό δράμα με την αυτοκτονία του αγαπημένου του πατέρα.

Η προσωπική μου άποψη είναι πως εδώ ο σκηνοθέτης (Stephen Lance) κάνει ένα δομικό σφάλμα αφήγησης καθώς εμπλέκει δυο κόσμους που δεν συμπληρώνονται με τίποτα αλλά μάλλον απωθούν αλλήλους. Πιθανώς η πρόθεση να είναι η ακριβώς αντίθετη αλλά οι συγκρούσεις του νεαρού με τη μητέρα του την οποία ενοχοποιεί για την αυτοχειρία του πατέρα και εν παραλλήλω η διαδικασία μάγευσης από το πιο δυνατό πλάσμα που θα εμφανιστεί στη ζωή του, δημιουργούν μια μικρή σύγχυση στην αφήγηση, στην τεκμηρίωση των δεδομένων δηλαδή. Θα πει κάποιος πως αυτά δεν έχουν και τόση σημασία. Σημασία έχει περισσότερο η σχέση του -εκρηκτική, μεθυστική, αποκαλυπτική, απολύτως μυητική - με τη Μάγκι (πόσο λανθασμένη η επιλογή αυτού του ονόματος μιας Γαλλίδας Θεάς και Αφέντρας για τον εκστατικό νεαρό! Έστω...). Οπωσδήποτε αυτός είναι ο κεντρικός άξονας. Όμως κι εδώ δεν λείπουν οι αστοχίες…

 

 

Δεν ισχυρίζομαι πως η Μπεάρ δεν είναι κατάλληλη για τον ρόλο – τον πιο δύσκολο τελικά καθώς αυτή είναι ο ήλιος και όλοι οι άλλοι ταπεινοί πλανήτες σε τροχιά γύρω της – ακόμα και στα 50+ της, ακόμα και με μια κάποια ακαμψία στην ερμηνεία του ρόλου της. Το ότι είναι μια όμορφη γαλλίδα με πολύ διαπεραστικό βλέμμα δεν αρκεί όμως. Ο σκηνοθέτης δεν την τοποθετεί στο θρόνο της αλλά της δίνει ελευθερίες - ίσως για να μην κλισαριστεί σε παλιότερες version του ίδιου σχήματος και παραπέμψει σε ταινία σοφτ πορνό. Η Μπεάρ, ακόμα κι αν δεν ήταν αφέντρα με δερμάτινα σύνολα και μαστίγια, είναι υπεραρκετή για να υποδουλώσει έναν άγουρο νεαρό που ιχνηλατεί στις ατραπούς της ηδονής για πρώτη φορά και δεν ξέρει τι του γίνεται. Όμως η ταινία έχει τίτλο και περιεχόμενο: My Mistress… και όχι μίστρες με την έννοια της ερωμένης αλλά με την έννοια της Ιέρειας του Ναού του Έρωτα, της Αφέντρας, της Βασίλισσας, της Γυναίκας που σέρνει τους άντρες στα τέσσερα και τους ποδοπατά. Οι σεναριογράφοι δηλαδή (η ιστορία είναι του σκηνοθέτη, το σενάριο του Gerard Lee) κλιμακώνουν την ένταση και ανεβάζουν τον πήχη των απαιτήσεων αλλά όχι με την ανάλογη ‘καθοδήγηση’ ή σμίλευμα της ίδιας της αφέντρας που κάποιες στιγμές παραμένει μάλλον μετέωρη και αμήχανη από το ίδιο βάρος των καθηκόντων της. Σώζεται, ίσως, από το βλέμμα της, την αισθαντικότητά της, την εμπειρία της. Αλλά το ίδιο το έργο παραμένει ρηχό και μάλλον τελικά, αφελές. Μετά από χρόνια ίσως να θυμάσαι την ίδια την Μπεάρ – οπωσδήποτε όχι το νεαρό που είναι μάλλον ασήμαντος ως γραφή – και κάποιες εκφράσεις της, κινήσεις της, την αύρα της. Και τίποτε άλλο. Διότι δεν υπάρχει.

 

 

Οι ταινίες αυτές μπορεί να χρησιμοποιούν γνωστά και χιλιοχρησιμοποιημένα πρότυπα και σχήματα αλλά γι αυτό ακριβώς είναι και οι πιο ‘επικίνδυνες’. Από τη μια ο κίνδυνος να ολισθήσεις στο πορνό, από την άλλη να παραμείνεις σε ρηχά νερά. Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα δηλαδή. Αλλά γι αυτό ο κινηματογράφος είναι τέχνη και δεν αρκεί μια ωραία πρωταγωνίστρια και μια έπαυλη με την ανάλογη επίπλωση και τα γνωστά αξεσουάρ για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Παρόλα αυτά όμως, η ταινία έχει και κάποιες αρετές. Η βασικότερη, όπως την κρίνω εγώ πως δεν θέλει να ενοχοποιήσει τις ηδονές, Ακόμα και οι ακραίες εκφάνσεις τους, το βύθισμα στις μαύρες λίμνες της υποταγής σε μια αφέντρα μέσα από το αθώο βλέμμα του εφήβου όλα αυτά ξεπλένονται, είναι δροσερές βόλτες στους λειμώνες του έρωτα, είναι παραλλαγές που δεν θα σε εκτρέψουν σε διεστραμμένο ‘τζάνκι’ των φετιχιστικών παθών σου, είναι περιπέτειες με σφρίγος και δύναμη που πρέπει να βιώσεις για να ολοκληρωθείς ερωτικά. Θα περάσεις από το μαγεμένο δάσος αλλά θα βγεις στο ηλιοφώτιστο ξέφωτο και θα απολαύσεις τη ζωή. Μυημένος όμως και έτοιμος για νέες δράσεις.

Κι έτσι η ταινία αφήνει μια ανάλαφρη αίσθηση παρά το μάλλον δραματικό της υπόβαθρο (καθώς και η Μάγκι βιώνει επίσης το δικό της προσωπικό ‘ζόρι’ και παλεύει να ισορροπήσει).

Και αν αξίζει να τη δει κανείς είναι τελικά γι αυτήν ακριβώς την αίσθηση που αφήνει στο τέλος. Να μην περιμένει πολλά όμως στον άλλο, τον πιο… kinky τομέα… εκεί θα πρέπει να αναζητήσει άλλες ταινίες, παλιότερες, με πολύ πιο ψαγμένους σκηνοθέτες που βασίστηκαν σε λογοτεχνικά αριστουργήματα και γυρίστηκαν σε εποχές όπου το σεξ είχε κατακτήσει πολύ μεγαλύτερες βαθμίδες απενοχοποίησης… κοινωνικά και φιλοσοφικά.